- πανηγύρι
- Συγκέντρωση πλήθους για εορτασμό από κοινού. Πανηγυρικός εορτασμός στην επέτειο αγίου, ή και το συμπόσιο και ο χορός που ακολουθούν μετά τον θρησκευτικό εορτασμό.
Τα π. ήταν γνωστά στους αρχαίους Έλληνες. Στα αρχαία π., εκτός από τους αθλητικούς αγώνες, οργανώνονταν χοροί, ευωχίες και μουσικές πομπές. Π. οργανώνονταν σχεδόν σε κάθε πόλη της Ελλάδας για να τιμηθούν κυρίως τοπικές θεότητες. Πολλές φορές τα π. αυτά ήταν αφορμή για να γίνουν αγοραπωλησίες προϊόντων, όπως και στα σημερινά. Στη Σπάρτη διόριζαν και ειδικούς άρχοντες, τους πανηγυριάρχες, για να επιστατούν στα π. Ονομαστά π. ήταν τα Παναθήναια (9 ημέρες) και τα Κάρνεια (9 ημέρες). Πανελλήνια φήμη είχαν τα Ολύμπια, τα Πύθια, τα Ίσθμια και τα Νέμεα.
Αλλά και στις άλλες χώρες τα π. ήταν γνωστά από τους αρχαίους χρόνους. Το π. της Τιρ (Ινδία) είχε καθιερωθεί τον 18o αι. π.Χ., ενώ το πανηγύρι της Καμπούλ (Αφγανιστάν) τον 9o αι. π.Χ. Στην Ευρώπη τα πρώτα π. καθιερώθηκαν στη Γαλλία, με αρχαιότερο εκείνο της Καμπανίας.
Τα π. διακρίνονται και σε ειδικές κατηγορίες, που αφορούν ορισμένο είδος προϊόντος: ζωοπανηγύρεις και εμποροπανηγύρεις. Από τα π. αυτά προέρχονται οι σημερινές εκθέσεις προϊόντων και, κατά κάποιον τρόπο, και τα λεγόμενα φεστιβάλ.
* * *πανηγύριον, τὸ, ΝΜομαδικός, πάνδημος εορτασμός θρησκευτικής επετείου, εορτής αγίου ή γεγονότος καθιερωμένου στο εορτολόγιο, ο οποίος συνοδεύεται από λειτουργία στον φερώνυμο ναό και συνήθως από ομαδική διασκέδασηνεοελλ.1. ομαδικό γλέντι, θορυβώδης διασκέδαση, ξεφάντωμα («μετά τον γάμο θα ακολουθήσει πανηγύρι»)2. (με ειρων. σημ.) θορυβώδης διένεξη, συμπλοκή με κωμικό χαρακτήρα («μετά το τέλος τού αγώνα έγινε μεγάλο πανηγύρι»)3. συρροή πολλών ανθρώπων σε συγκεκριμένο τόπο και σε τακτή ημερομηνία, προκειμένου να πουλήσουν τα εμπορεύματά τους, αλλ. εμποροπανήγυρη, παζάρι4. φρ. «είναι για τα πανηγύρια»α) (για πρόσ.) είναι χωρίς υπόληψη ή παράλογος, ανόητος, για γέλιαβ) (για πράγμα) είναι άθλιας ποιότητας, ασήμαντο, ευτελές5. παροιμ. «σαν τον τράγο στο πανηγύρι» — λέγεται για όσους έρχονται κάπου την κατάλληλη στιγμή.[ΕΤΥΜΟΛ. < πανηγύριον, υποκορ. τού αρχ. πανήγυρις].
Dictionary of Greek. 2013.